Επίκουρος καθηγητής καρδιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
Το κάπνισμα και η υπέρταση είναι δύο από τους συχνότερους και σπουδαιότερους καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου.
Ένας στους 3 μεσήλικες Έλληνες έχουν αυξημένη την αρτηριακή πίεση και η αναλογία αυτή αγγίζει σχεδόν το 100% στους ηλικιωμένους άνω των 75 -80 ετών. Στοιχεία από την Μονάδα Υπέρτασης της Α’ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής δείχνουν ότι το 25% των Ελλήνων υπερτασικών είναι καπνιστές.
Το κάπνισμα προκαλεί οξεία αύξηση της πίεσης και των σφυγμών, κυρίως από νεύρα, μέσω της ενεργοποίησης του συμπαθητικού συστήματος, η οποία επιμένει για 15 περίπου λεπτά μετά το κάπνισμα ενός τσιγάρου. Ο καπνός των πούρων και ο καπνός χαμηλής περιεκτικότητας σε πίσσα και νικοτίνη, όταν εισπνέονται, αυξάνουν επίσης την αρτηριακή πίεση, ενώ αντίθετα, τα αυτοκόλλητα σκευάσματα νικοτίνης δεν έχει δειχθεί ότι αυξάνουν την αρτηριακή πίεση.
Αν και κάποιες επιδημιολογικές μελέτες, που μετρούν την πίεση κάποια στιγμή της ημέρας, έχουν δείξει ότι οι καπνιστές είχαν τα ίδια επίπεδα πίεσης συγκριτικά με τους μη καπνιστές, σε μελέτες 24ωρης καταγραφής της πίεσης οι καπνιστές, με φυσιολογική ή αυξημένη πίεση, είχαν μεγαλύτερες τιμές πίεσης τουλάχιστον κατά την διάρκεια της ημέρας. Ο κίνδυνος στεφανιαίας νόσου σε υπερτασικούς αυξάνεται 2-3 φορές περισσότερο αν συνδυάζεται με κάπνισμα, κυρίως μέσω δυσμενούς επίδρασης της νικοτίνης και του καπνού στους μηχανισμούς θρόμβωσης και αιμόστασης, στην ελαστικότητα των αρτηριών, στη λειτουργικότητα του ενδοθηλίου και την υποκλινική φλεγμονή.
Επίσης, το κάπνισμα επιδρά αρνητικά λόγω της αύξησης των λιπιδίων και της πίεσης. Οι υπερτασικοί καπνιστές έχουν διπλάσια θνητότητα συγκριτικά με τους μη καπνιστές υπερτασικούς. Οι θάνατοι από στεφανιαία νόσο ήσαν δεκαπλάσιοι στους υπερτασικούς καπνιστές με αυξημένη χοληστερόλη σε σχέση με τους μη καπνιστές που είχαν μειωμένη χοληστερόλη. Η μείωση της αρτηριακής πίεσης ελαττώνει κατά 40% τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια και κατά 15% τα εμφράγματα του μυοκαρδίου. Ωστόσο, η προστασία αυτή που προσφέρεται στον υπερτασικό ασθενή με τη ρύθμιση της πίεσης μειώνεται, όταν ο ασθενής παράλληλα καπνίζει. Μάλιστα, τα οφέλη ορισμένων κατηγοριών αντιυπερτασικών φαρμάκων, όπως οι β αναστολείς, περιορίζονται σημαντικά αν ο ασθενής είναι καπνιστής.
Δεν είναι ξεκάθαρο αν η διακοπή του καπνίσματος οδηγεί και σε μείωση της πίεσης, καθότι μερικές φορές η όποια μείωση της πίεσης αντισταθμίζεται από τη συνοδό αύξηση του σωματικού βάρους, που συνήθως παρατηρείται με τη διακοπή του καπνίσματος. Για το λόγο αυτό η διακοπή του τσιγάρου θα πρέπει να συνοδεύεται και με πρόγραμμα τακτικής σωματικής άσκησης για την αποφυγή της αύξησης του βάρους και, ιδίως, την αποφυγή συγκέντρωσης λίπους στην κοιλιακή χώρα.
Ανεξάρτητα από το αν η διακοπή του καπνίσματος μειώνει ή όχι την πίεση, σε κάθε υπερτασικό ασθενή θα πρέπει να συστήνεται διακοπή του καπνίσματος, επειδή η διακοπή του είναι το αποτελεσματικότερο και απλούστερο μέτρο μείωσης των εμφραγμάτων και των εγκεφαλικών επεισοδίων.
H επίμονη συμβουλή για τη διακοπή του καπνού θα πρέπει να συνοδεύεται με αποδείξεις για τα δυσμενή αποτελέσματά του στον οργανισμό, με το προσωπικό παράδειγμα του ιατρού και από συζήτηση του θέματος αυτού σε κάθε επίσκεψη στο ιατρείο.
Απαραίτητη προϋπόθεση για τη μόνιμη απαλλαγή του προσώπου από τα δεινά του καπνίσματος είναι η συνειδητοποιημένη απόφαση του ασθενούς για τη διακοπή της βλαβερής αυτής συνήθειας. Σε μερικές περιπτώσεις διευκολυντικό ρόλο στη διακοπή του καπνίσματος μπορεί να παίζει η χρήση σκευασμάτων υποκατάστασης της νικοτίνης, η θεραπεία με βουπροπιόνη (bupropion) ή με βαρενικλίνη (varenicline), πάντα υπό την καθοδήγηση ειδικού ιατρού.
Info:
ΕΛ. Ι. ΚΑΡ. - Eλληνικό Ίδρυμα Καρδιολογίας